- περιήλλαξεν
- περϊήλλαξεν , περί-ἀλλάσσωmake other than it isaor ind act 3rd sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιαλλάσσω — Α μεταβάλλω ολοσχερώς, αλλοιώνω («τοῡτο τὸ ἔθος κατέλυσε, καὶ περιήλλαξεν αὐτό», Ιωάνν. Χρυσ.) … Dictionary of Greek